lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βίαιος στα πορτογαλικά

Λέξη:
βίαιος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (31):
acre, agudo, alto, aprisionado, arrebatado, borrascoso, brusco, demasiado, desaforado, esperto, estrépito, firme, forte, fulo, intenso, membrudo, poderoso, potente, pujante, raivoso, rijo, robusto, ríspido, sólido, tempestuoso, toro, torrente, tumultuoso, vendaval, vigoroso, violento
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βίαιος, βίαιοσ θάνατοσ 17χρονησ από βαφή μαλλιών, βίαιος σύντροφος, βίαιος συνώνυμα, βίαιος σταυροφόρος trailer, βίαιος σταυροφόρος, βίαιος στα πορτογαλικά, acre στα ελληνικά
βίαιος στα πορτογαλικά