lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διψασμένος στα πορτογαλικά

Λέξη:
διψασμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
ansioso, ávido, cobiçoso, sedento, sequioso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διψασμένος, διψασμένος στα πορτογαλικά, ansioso στα ελληνικά
διψασμένος στα πορτογαλικά