διψασμένος στα αγγλικά διψασμένος στα τσεχική διψασμένος στα γερμανικά διψασμένος στα δανική διψασμένος στα ισπανικά διψασμένος στα γαλλικά διψασμένος στα ιταλικά διψασμένος στα νορβηγικά διψασμένος στα ρωσικά διψασμένος στα σουηδικά διψασμένος στα φινλανδικά διψασμένος στα ουγγρική διψασμένος στα ρουμανική διψασμένος στα σλοβακική διψασμένος στα πολωνική
φωτίζω στα αγγλικά αναβάλλω στα αλβανικά τόλμη στα αγγλικά άγαλμα στα αγγλικά αξία στα τσεχική
τόλμη και γοητεία αξία χρυσού άγαλμα πουλόπουλος φωνάζω συνώνυμα αναβάλλω λεξικο