διψασμένος στα αγγλικά διψασμένος στα τσεχική διψασμένος στα γερμανικά διψασμένος στα δανική διψασμένος στα ισπανικά διψασμένος στα γαλλικά διψασμένος στα ιταλικά διψασμένος στα νορβηγικά διψασμένος στα ρωσικά διψασμένος στα σουηδικά διψασμένος στα ουγγρική διψασμένος στα πορτογαλικά διψασμένος στα ρουμανική διψασμένος στα σλοβακική διψασμένος στα πολωνική
μεγαλώνω στα ισπανικά βοσκός στα εσθονική πίσσα στα δανική μιμούμαι στα ρωσικά νεκροψία στα πορτογαλικά
πίσσα και πούπουλα μεγαλώνω σωστά το παιδί μου ο βοσκόσ μιμούμαι συνώνυμα