lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επισπεύδω στα πορτογαλικά

Λέξη:
επισπεύδω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
acelerar, activar, adiantar, apressar, atirar, apresaram, precipitar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επισπεύδω, επισπεύδω στα πορτογαλικά, acelerar στα ελληνικά
επισπεύδω στα πορτογαλικά