lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επισπεύδω στα ουκρανικά

Λέξη:
επισπεύδω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
кваптеся, передбачати, передбачити, передбачте, передчувати, пожвавтеся, прискорити, прискортеся, прискорювати, сподіватися, чекати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επισπεύδω, επισπεύδω στα ουκρανικά, кваптеся στα ελληνικά
επισπεύδω στα ουκρανικά