lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επισπεύδω στα τσεχική

Λέξη:
επισπεύδω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (9):
aktivovat, oživit, svrhnout, urychlit, urychlovat, uspíšit, uvrhnout, zrychlit, zrychlovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική επισπεύδω, επισπεύδω στα τσεχική, aktivovat στα ελληνικά
επισπεύδω στα τσεχική