lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοινός στα πορτογαλικά

Λέξη:
κοινός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (27):
andado, banal, civil, claro, colectivo, comum, comuna, conjunto, diariamente, diário, evidente, general, genérico, global, mutuo, ordinário, plenário, prosaico, quotidiano, raso, simples, social, sumario, total, trivial, usual, vulgar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κοινός, κοινός τόπος ψυχιατρικής νευροεπιστημών & επιστημών του ανθρώπου, κοινός τόπος νάουσα, κοινός τόπος facebook, κοινός τόπος, κοινός παρονομαστής master tempo stixoi, κοινός στα πορτογαλικά, andado στα ελληνικά
κοινός στα πορτογαλικά