lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαλακώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
μαλακώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
abrandar, aliviar, amaciar, aplacar, aquietar, atenuar, chamadas, comutar, entulhar, mitigar, moderar, suavizar, temperar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μαλακώνω, μαλακώνω στα πορτογαλικά, abrandar στα ελληνικά
μαλακώνω στα πορτογαλικά