lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παλεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
παλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
batalhar, brigar, combater, contender, guerrear, libar, lidar, lutar, pelejar, pugnar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά παλεύω, το παλεύω, την παλεύω, παλεύω συνώνυμο, παλεύω συνώνυμα, παλεύω στα γαλλικά, παλεύω στα πορτογαλικά, batalhar στα ελληνικά
παλεύω στα πορτογαλικά