lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παλεύω στα δανική

Λέξη:
παλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
kæmpe, slås, strid, slag, slagsmål, stride, tvist
Σχετικές λέξεις:
δανική παλεύω, το παλεύω, την παλεύω, παλεύω συνώνυμο, παλεύω συνώνυμα, παλεύω στα γαλλικά, παλεύω στα δανική, kæmpe στα ελληνικά
παλεύω στα δανική