lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πεπρωμένο στα πορτογαλικά

Λέξη:
πεπρωμένο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
alce, caudal, destino, felicidade, fortuna, lote, sina, sino, sorte, surte, ventura
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πεπρωμένο, πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο στίχοι, πεπρωμένο στα πορτογαλικά, alce στα ελληνικά
πεπρωμένο στα πορτογαλικά