lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πεπρωμένο στα ουκρανικά

Λέξη:
πεπρωμένο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (23):
бескид, гойдати, гойдатися, доля, завдання, коливати, коливатися, колисати, колихати, колихатися, куди, лось, лот, передача, позначення, порода, призначення, рок, скеля, стрімчак, удача, фатальність, щастя
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πεπρωμένο, πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο στίχοι, πεπρωμένο στα ουκρανικά, бескид στα ελληνικά
πεπρωμένο στα ουκρανικά