lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πεπρωμένο στα γερμανικά

Λέξη:
πεπρωμένο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
geschick, los, partie, schicksal, verhandlungen, verhängnis, vermögen, bestimmen, bestimmung
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά πεπρωμένο, πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο στίχοι, πεπρωμένο στα γερμανικά, geschick στα ελληνικά
πεπρωμένο στα γερμανικά