lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περήφανος στα πορτογαλικά

Λέξη:
περήφανος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
altivo, orgulhoso, maravilhoso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά περήφανος, περήφανος συνώνυμα, περήφανος στα αυτιά, περήφανος στα αγγλικά, περήφανος που είμαι έλληνας, περήφανος γαμπρός... ξυλοκόπησε τη νύφη, περήφανος στα πορτογαλικά, altivo στα ελληνικά
περήφανος στα πορτογαλικά