lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περήφανος στα δανική

Λέξη:
περήφανος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
kry, stolt, f, overlegen, superb, ypperlig
Σχετικές λέξεις:
δανική περήφανος, περήφανος συνώνυμα, περήφανος στα αυτιά, περήφανος στα αγγλικά, περήφανος που είμαι έλληνας, περήφανος γαμπρός... ξυλοκόπησε τη νύφη, περήφανος στα δανική, kry στα ελληνικά
περήφανος στα δανική