lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περήφανος στα σουηδικά

Λέξη:
περήφανος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (8):
högfärdig, högmodig, kry, stolt, f, läcker, superb, ypperlig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά περήφανος, περήφανος συνώνυμα, περήφανος στα αυτιά, περήφανος στα αγγλικά, περήφανος που είμαι έλληνας, περήφανος γαμπρός... ξυλοκόπησε τη νύφη, περήφανος στα σουηδικά, högfärdig στα ελληνικά
περήφανος στα σουηδικά