lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στιφάδο στα πορτογαλικά

Λέξη:
στιφάδο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
guisado, guiso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά στιφάδο, στιφάδο χταπόδι, στιφάδο μοσχαράκι, στιφάδο με μοσχάρι, στιφάδο με μανιτάρια, στιφάδο κουνέλι συνταγή, στιφάδο στα πορτογαλικά, guisado στα ελληνικά
στιφάδο στα πορτογαλικά