lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στιφάδο στα δανική

Λέξη:
στιφάδο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
δανική στιφάδο, στιφάδο χταπόδι, στιφάδο μοσχαράκι, στιφάδο με μοσχάρι, στιφάδο με μανιτάρια, στιφάδο κουνέλι συνταγή, στιφάδο στα δανική, frikasse στα ελληνικά
στιφάδο στα δανική