lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στιφάδο στα ουγγρική

Λέξη:
στιφάδο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική στιφάδο, στιφάδο χταπόδι, στιφάδο μοσχαράκι, στιφάδο με μοσχάρι, στιφάδο με μανιτάρια, στιφάδο κουνέλι συνταγή, στιφάδο στα ουγγρική, ragu στα ελληνικά
στιφάδο στα ουγγρική