lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνεχίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
συνεχίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
continuar, durar, prosseguir, seguir, perdurar, permanecer, persistir, quedar, subsistir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συνεχίζω, σύλλογος συνεχίζω, συνεχίζω συνώνυμα, συνεχίζω λεξικο, συνεχίζω ετυμολογια, συνεχίζω βικιλεξικο, συνεχίζω στα πορτογαλικά, continuar στα ελληνικά
συνεχίζω στα πορτογαλικά