lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνεχίζω στα γερμανικά

Λέξη:
συνεχίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
andauern, anhalten, beharren, bestehen, dauern, fortfahren, fortgesetzt, fortsetzen, gedauert, halten, verfolgen, währen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά συνεχίζω, σύλλογος συνεχίζω, συνεχίζω συνώνυμα, συνεχίζω λεξικο, συνεχίζω ετυμολογια, συνεχίζω βικιλεξικο, συνεχίζω στα γερμανικά, andauern στα ελληνικά
συνεχίζω στα γερμανικά