lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφαρμόζω στα γαλλικά

Λέξη:
εφαρμόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (20):
adapter, administrer, adopter, appliquer, apposer, conformer, convenir, employer, entasser, imbriquer, interférer, marger, mettre, pratique, pratiquer, servir, superposer, user, utiliser, épauler
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά εφαρμόζω, εφαρμόζω μετάφραση, εφαρμόζω κλιση, εφαρμόζω ετυμολογια, εφαρμόζω βικιλεξικο, εφαρμόζω αόριστος, εφαρμόζω στα γαλλικά, adapter στα ελληνικά
εφαρμόζω στα γαλλικά