lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γλύπτης στα ρωσικά

Λέξη:
γλύπτης (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (2):
ваятель, скульптор
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά γλύπτης, γλύπτησ θόδωροσ, γλύπτης τάκης, γλύπτης πολύκλειτος, γλύπτης παπαγιάννης, γλύπτης νικόλας, γλύπτης στα ρωσικά, ваятель στα ελληνικά
γλύπτης στα ρωσικά