lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γλύπτης στα ουκρανικά

Λέξη:
γλύπτης (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γλύπτης, γλύπτησ θόδωροσ, γλύπτης τάκης, γλύπτης πολύκλειτος, γλύπτης παπαγιάννης, γλύπτης νικόλας, γλύπτης στα ουκρανικά, скульптор στα ελληνικά
γλύπτης στα ουκρανικά