lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξετάζω στα ρωσικά

Λέξη:
εξετάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (10):
изучать, изучить, исследовать, обследовать, обсуждать, освидетельствовать, осматривать, расследовать, рассматривать, экзаменовать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά εξετάζω, εξετάζω συνώνυμο, εξετάζω στα αγγλικα, εξετάζω μετάφραση, εξετάζω in english, εξετάζω στα ρωσικά, изучать στα ελληνικά
εξετάζω στα ρωσικά