lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανύπαντρος στα αγγλικά

Λέξη:
ανύπαντρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (19):
bachelor, exempt, free, freehold, idle, leisure, liberty, marmot, of, off, open, quit, single, slow, spar, unfettered, uninhibited, unmarried, vacant
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ανύπαντρος, ανύπαντρος στα αγγλικά, bachelor στα ελληνικά
ανύπαντρος στα αγγλικά