lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδεξιότητα στα ουκρανικά

Λέξη:
επιδεξιότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (28):
акуратність, виріб, вміння, вправність, дієвість, ефективність, звичка, здатність, здібність, кваліфікованість, компетентність, компетенція, майстерність, мистецтво, можливість, наука, ноу-хау, обдарованість, поліс, політика, правомочність, придатність, продуктивність, ремесло, спритність, спроможність, судно, уміння
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επιδεξιότητα, επιδεξιότητα συνώνυμα, επιδεξιότητα ορισμός, επιδεξιότητα με τουσ ανθρώπουσ, επιδεξιότητα με το ποντίκι, επιδεξιότητα στα ουκρανικά, акуратність στα ελληνικά
επιδεξιότητα στα ουκρανικά