lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παζαρεύω στα ρωσικά

Λέξη:
παζαρεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (2):
приторговывать, торговать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά παζαρεύω, παζαρεύω στα ρωσικά, приторговывать στα ελληνικά
παζαρεύω στα ρωσικά