παζαρεύω στα αγγλικά παζαρεύω στα τσεχική παζαρεύω στα γερμανικά παζαρεύω στα δανική παζαρεύω στα γαλλικά παζαρεύω στα ιταλικά παζαρεύω στα νορβηγικά παζαρεύω στα ρωσικά παζαρεύω στα ουγγρική παζαρεύω στα πορτογαλικά παζαρεύω στα πολωνική
επιτήδειος στα σουηδικά ήπιος στα δανική κατεβαίνω στα γερμανικά ελάττωμα στα πορτογαλικά μαστιγώνω στα πορτογαλικά
ανεβαίνω κατεβαίνω ελάττωμα καρράς επιτήδειος ετυμολογία ήπιος (υποκλινικός) υποθυρεοειδισμός μαστιγώνω το δελφίνι