lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιέζω στα ρωσικά

Λέξη:
πιέζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
давить, жать, надавливать, нажимать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά πιέζω, πιέζω τον εαυτό μου, πιέζω συνώνυμα, πιέζω στα αγγλικά, πιέζω στα ρωσικά, давить στα ελληνικά
πιέζω στα ρωσικά