lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιέζω στα ουγγρική

Λέξη:
πιέζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
nyomást, nyomni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική πιέζω, πιέζω τον εαυτό μου, πιέζω συνώνυμα, πιέζω στα αγγλικά, πιέζω στα ουγγρική, nyomást στα ελληνικά
πιέζω στα ουγγρική