lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιέζω στα ιταλικά

Λέξη:
πιέζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (10):
calcare, incalzare, pigiare, premere, pressare, schiacciare, sollecitare, spingere, stringere, urgere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά πιέζω, πιέζω τον εαυτό μου, πιέζω συνώνυμα, πιέζω στα αγγλικά, πιέζω στα ιταλικά, calcare στα ελληνικά
πιέζω στα ιταλικά