lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιέζω στα τσεχική

Λέξη:
πιέζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (15):
lisovat, nutit, přimáčknout, přitisknout, přitlačit, sevřít, stisknout, stlačit, stísnit, tisknout, tlačit, tísnit, urgovat, vylisovat, zatlačit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πιέζω, πιέζω τον εαυτό μου, πιέζω συνώνυμα, πιέζω στα αγγλικά, πιέζω στα τσεχική, lisovat στα ελληνικά
πιέζω στα τσεχική