lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιέζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
πιέζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
apertar, comprimir, espremer, oprimir, prensar, pulsar, recalcar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πιέζω, πιέζω τον εαυτό μου, πιέζω συνώνυμα, πιέζω στα αγγλικά, πιέζω στα πορτογαλικά, apertar στα ελληνικά
πιέζω στα πορτογαλικά