lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στεγάζω στα ρωσικά

Λέξη:
στεγάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
поместить, поселить, расквартировать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά στεγάζω, στεγάζω συνώνυμο, στεγάζω συνώνυμα, στεγάζω στα αγγλικά, στεγάζω αγγλικά, στεγάζω στα ρωσικά, поместить στα ελληνικά
στεγάζω στα ρωσικά