lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στεγάζω στα ουγγρική

Λέξη:
στεγάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (5):
befektet, elhelyez, elhelyezkedik, elszállásolni, lakást
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική στεγάζω, στεγάζω συνώνυμο, στεγάζω συνώνυμα, στεγάζω στα αγγλικά, στεγάζω αγγλικά, στεγάζω στα ουγγρική, befektet στα ελληνικά
στεγάζω στα ουγγρική