lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στεγάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
στεγάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
alojar, acantonar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά στεγάζω, στεγάζω συνώνυμο, στεγάζω συνώνυμα, στεγάζω στα αγγλικά, στεγάζω αγγλικά, στεγάζω στα πορτογαλικά, alojar στα ελληνικά
στεγάζω στα πορτογαλικά