lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στεγάζω στα ιταλικά

Λέξη:
στεγάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (3):
albergare, alloggiare, accantonare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά στεγάζω, στεγάζω συνώνυμο, στεγάζω συνώνυμα, στεγάζω στα αγγλικά, στεγάζω αγγλικά, στεγάζω στα ιταλικά, albergare στα ελληνικά
στεγάζω στα ιταλικά