lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στεγάζω στα νορβηγικά

Λέξη:
στεγάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (4):
anbringe, innlosjere, plassere, innkvartere
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά στεγάζω, στεγάζω συνώνυμο, στεγάζω συνώνυμα, στεγάζω στα αγγλικά, στεγάζω αγγλικά, στεγάζω στα νορβηγικά, anbringe στα ελληνικά
στεγάζω στα νορβηγικά