lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μετριόφρων στα σουηδικά

Λέξη:
μετριόφρων (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (7):
anspråkslös, beskeden, blygsam, enkel, låg, oansenlig, ringa
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά μετριόφρων, μετριόφρων το αντιθετο, μετριόφρων συνώνυμο, μετριόφρων συνώνυμα, μετριόφρων στα αγγλικα, μετριόφρων σημασια, μετριόφρων στα σουηδικά, anspråkslös στα ελληνικά
μετριόφρων στα σουηδικά