lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξουσία στα γερμανικά

Λέξη:
εξουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (23):
autorität, bann, berechtigung, bevollmächtigung, dominanz, energie, ermächtigung, gewalt, großmacht, herrschaft, kontrolle, kraft, leistung, macht, mandat, oberherrschaft, potenz, regierung, stärke, vermögen, vollmacht, vorherrschaft, wucht
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εξουσία, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμο, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και οργάνωση-διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, εξουσία στα γερμανικά, autorität στα ελληνικά
εξουσία στα γερμανικά