lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σταθμός στα σουηδικά

Λέξη:
σταθμός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (11):
anställning, attityd, befattning, post, radiostation, rang, station, ställning, ståndpunkt, tjänst, ämbete
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά σταθμός, σταθμός της μάσας, σταθμός σκα, σταθμός πελοποννήσου, σταθμός λιοσίων, σταθμός λαρίσης δρομολόγια, σταθμός στα σουηδικά, anställning στα ελληνικά
σταθμός στα σουηδικά