lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σπέρνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disseminate, sow, stud
σπέρνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
osít, rozsévat, sít, vysít, zasít
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besäen, säen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enredar, sembrar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ensemencer, semer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
seminare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sikte, så
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обсевать, сеять, усеивать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sprätta, så
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbjell
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абсяваць, сеяць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
külvama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kylvää
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hinteni, koca, szórni, vetni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lembrar, plantar, semear
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
sejati
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
obsiewać, siać

Σχετικές λέξεις

σπέρνω σπόρους ντομάτας, σπέρνω σπανακι, σπέρνω κουκιά, σπέρνω αρακά, σπέρνω πατάτες, σπέρνω φακές, σπέρνω φασολάκια, σπέρνω καλαμπόκι, σπέρνω ρεβύθια, σπέρνω ρόκα