lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σποραδικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adventitious, casual, circumstantial, contingent, incidental, occasional
σποραδικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
náhodný, občasný, příležitostný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gelegentlich
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
accidental, circunstancial, ocasional
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
circonstanciel, occasionnel, à-propos
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
occasionale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leilighetsvis
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
случайный
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выпадковы
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ajoittainen, satunnainen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
alkalmi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casual, circunstancial, contingente, eventual, fortuito, incidental, ocasional
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
винесення, випадковий, додатковий, дряпати, дряпатися, дряпина, епізодичний, ненадійний, непідготовлений, нестійкий, побічний, подряпина, почухати, почухатися, проходження, скрип, факультативний, чухати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
okolicznościowy, przygodny

Σχετικές λέξεις

σποραδικός καρκίνος, σποραδικός συνώνυμο, σποραδικός λεξικο, σποραδικός αγγλικά