σποραδικός καρκίνος, σποραδικός συνώνυμο, σποραδικός λεξικο, σποραδικός αγγλικά
πασχαλίτσα υγρό αποφασίζω σπίτι πεθάνω γαλήνιος απίθανος μαϊντανός πεπρωμένο σωστός αντικείμενο ομιλητής σκληρός γενναιόδωρος κορδόνι ύφασμα προσεκτικά ίσος για μόλυνση