lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συνήθως

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
commonly, generally, normally, usually
συνήθως
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
obecně, obvykle, obyčejně, všeobecně, zpravidla
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewohnheitsmäßig, gewöhnlich, sonst, üblich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ellers, sædvanligvis
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
generalmente
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
communément, habituellement, ordinairement, usuellement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abitualmente, ordinariamente
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ellers
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
allmän, ellerås, vanligen, vanligt
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zakonisht
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
harilikult
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obično
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
rendszerint, általában
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
geralmente
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zwykle

Σχετικές λέξεις

συνήθως συνώνυμα, συνήθως τα άτομα που σου θυμώνουν εύκολα είναι εκείνα που θα σε αγαπήσουν όσο τίποτα, συνήθως συνώνυμο, συνήθως αντίθετα, συνήθωσ γαλλικά, ωσ συνήθωσ, όπωσ συνήθωσ