lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ταυτόχρονα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
concurrently, contemporaneously, simultaneously
ταυτόχρονα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
simultánně, současně
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gleichzeitig, zugleich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
samtidig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
simultáneamente
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coïncider, ensemble, regard, simultanément
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
samtidig
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samtidig, samtidigt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
samanaikaisesti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
egyidejűleg, egyszerre, egyúttal, ugyanakkor
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
súčasne
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
jednocześnie, równocześnie

Σχετικές λέξεις

ταυτόχρονα στα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα μετάφραση, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, εομ ταυτόχρονα