lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στρίβω στα δανική

Λέξη:
στρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (18):
dreje, drejning, endevende, knep, omgang, omsætning, revolution, rotere, rulle, slingre, sno, snu, snurre, svinge, vende, vending, verve, vinding
Σχετικές λέξεις:
δανική στρίβω, στρίβω συνώνυμο, στρίβω δια του αρραβώνοσ, conjugate στρίβω, στρίβω στα δανική, dreje στα ελληνικά
στρίβω στα δανική