lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμβολιάζω στα πολωνική

Λέξη:
εμβολιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
szczepić, zaszczepić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική εμβολιάζω, εμβολιάζω στα πολωνική, szczepić στα ελληνικά
εμβολιάζω στα πολωνική