γονιμοποιώ στα αγγλικά γονιμοποιώ στα γερμανικά γονιμοποιώ στα ισπανικά γονιμοποιώ στα γαλλικά γονιμοποιώ στα ρωσικά γονιμοποιώ στα λευκορωσίας γονιμοποιώ στα φινλανδικά γονιμοποιώ στα πορτογαλικά γονιμοποιώ στα ουκρανικά γονιμοποιώ στα πολωνική
κατηγορία στα ουγγρική υποχρεώνω στα ουκρανικά εμπόδιο στα γερμανικά γενναιόδωρος στα τσεχική στρίβω στα βουλγαρικά
υποχρεώνω μετάφραση εμπόδιο στα αγγλικά γενναιόδωρος συνώνυμα κατηγορία διπλώματος οδήγησης στρίβω συνώνυμο