lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γονιμοποιώ στα ουκρανικά

Λέξη:
γονιμοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
битва, бій, живіть, збагатити, збагатіть, збагачувати, підбадьорте, підсолодіть, товстійте, удобрювати, удобріть
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γονιμοποιώ, γονιμοποιώ στα ουκρανικά, битва στα ελληνικά
γονιμοποιώ στα ουκρανικά